Δεν μπορεί να διαθέσουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τη διάσωση των κρατών αυτών.
Την πεποίθηση πως η Γερμανία δεν επιθυμεί αλλά και δεν μπορεί πλέον να «διασώσει» προβληματικά περιφερειακά κράτη εντός της ζώνης του ευρώ εκφράζει ο συγγραφέας Satyajit Das στο Market Watch. Η πραγματικότητα - αναφέρει - είναι πως πλέον τα ισχυρά μέλη της Ευρωζώνης, η Γερμανία και η Γαλλία, δεν μπορούν να διαθέσουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τη διάσωση των κρατών αυτών.
Συγκεκριμένα, το γερμανικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ, και τα επίπεδα του χρέους της είναι περίπου 80% του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, το γαλλικό ΑΕΠ είναι 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, και τα επίπεδα του χρέους της είναι περίπου 90% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα, Γερμανία και η Γαλλία έχουν ήδη προχωρήσει σε μεγάλα οικονομικά ανοίγματα στη τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Τα ανοίγματά τους δε στις «προβληματικές» οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης είναι μεγάλα, αναφέρει χαρακτηριστικά. Η έκθεση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών είναι της τάξης των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ απέναντι στο χρέος άλλων κρατών - μελών της Ευρωζώνης.
Επίσης, τα ίδια τα κράτη έχουν εκτεθεί στηρίζοντας θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, του Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Από τον Απρίλιο, η έκθεση της ΕΚΤ για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία ήταν 918 δισεκατομμύρια ευρώ και αυξάνεται ραγδαία, κυρίως λόγω της φυγής κεφαλαίων από τις χώρες αυτές.
Την ίδια ώρα, οι γερμανικές και γαλλικές εγγυήσεις για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φθάνουν περίπου το ποσό των 200 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, στις προβληματικές οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης η συνεχιζόμενη απόσυρση των καταθέσεων από τις εθνικές τράπεζες έχει προκαλέσει τραπεζική κρίση. Χρειάζεται λοιπόν ένα αξιόπιστο σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων ύψους περίπου 1,3 τρισ ευρώ.
Ένα τέτοιο ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, η παροχή κεφαλαίων ή η περαιτέρω χρηματοδότηση των τραπεζών θα μπορούσε να ενισχύσει τη Γερμανία και την οικονομική αξιοπιστία της Γαλλίας.
Αν η δημοσιονομική ενοποίηση δεν ολοκληρωθεί ή οι αποσπασματικές λύσεις αποτύχουν, τότε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους και ενδεχομένως να αφήσουν το κοινό νόμισμα.
Μια ελληνική χρεοκοπία θα οδηγήσει σε απώλειες στη Γερμανία έως 90 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γαλλία θα υποστεί απώλειες έως και 65 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η πιθανότητα νέων απωλειών είναι βέβαιη σε περίπτωση που αποχωρήσουν κάποιες χώρες από το ευρώ.
Πάντως, εάν οι πιέσεις είχαν ασκηθεί στις προβληματικές χώρες νωρίτερα - αναγκάζοντας τις να αναδιαρθρώσουν το χρέος του ή να εγκαταλείψουν το ευρώ – η κρίση δεν θα είχε οδηγηθεί σε αυτό το σημείο. Όπως και στην περίπτωση του ακρωτηριασμού ενός μολυσμένου άκρου, θα είχε επιτραπεί στην Ευρωζώνη να αντιμετωπίσει καλύτερα την κρίση χρέους. Δυστυχώς, τα προβλήματα είναι πλέον πολύ μεγάλα σε σχέση με το μέγεθος των οικονομιών και των οικονομικών δυνατοτήτων των ισχυρών μελών της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτές οι δύο χώρες είναι πλέον οικονομικά ευάλωτες και αντιμετωπίζουν εξοντωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από την πορεία των γεγονότων κάτι που καθιστά οικονομικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δύσκολο να ασχοληθούν ενεργά με το πρόβλημα, καταλήγει ο Satyajit Das.
Συγκεκριμένα, το γερμανικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ, και τα επίπεδα του χρέους της είναι περίπου 80% του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, το γαλλικό ΑΕΠ είναι 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, και τα επίπεδα του χρέους της είναι περίπου 90% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα, Γερμανία και η Γαλλία έχουν ήδη προχωρήσει σε μεγάλα οικονομικά ανοίγματα στη τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Τα ανοίγματά τους δε στις «προβληματικές» οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης είναι μεγάλα, αναφέρει χαρακτηριστικά. Η έκθεση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών είναι της τάξης των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ απέναντι στο χρέος άλλων κρατών - μελών της Ευρωζώνης.
Επίσης, τα ίδια τα κράτη έχουν εκτεθεί στηρίζοντας θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, του Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Από τον Απρίλιο, η έκθεση της ΕΚΤ για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία ήταν 918 δισεκατομμύρια ευρώ και αυξάνεται ραγδαία, κυρίως λόγω της φυγής κεφαλαίων από τις χώρες αυτές.
Την ίδια ώρα, οι γερμανικές και γαλλικές εγγυήσεις για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φθάνουν περίπου το ποσό των 200 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, στις προβληματικές οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης η συνεχιζόμενη απόσυρση των καταθέσεων από τις εθνικές τράπεζες έχει προκαλέσει τραπεζική κρίση. Χρειάζεται λοιπόν ένα αξιόπιστο σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων ύψους περίπου 1,3 τρισ ευρώ.
Ένα τέτοιο ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, η παροχή κεφαλαίων ή η περαιτέρω χρηματοδότηση των τραπεζών θα μπορούσε να ενισχύσει τη Γερμανία και την οικονομική αξιοπιστία της Γαλλίας.
Αν η δημοσιονομική ενοποίηση δεν ολοκληρωθεί ή οι αποσπασματικές λύσεις αποτύχουν, τότε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους και ενδεχομένως να αφήσουν το κοινό νόμισμα.
Μια ελληνική χρεοκοπία θα οδηγήσει σε απώλειες στη Γερμανία έως 90 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γαλλία θα υποστεί απώλειες έως και 65 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η πιθανότητα νέων απωλειών είναι βέβαιη σε περίπτωση που αποχωρήσουν κάποιες χώρες από το ευρώ.
Πάντως, εάν οι πιέσεις είχαν ασκηθεί στις προβληματικές χώρες νωρίτερα - αναγκάζοντας τις να αναδιαρθρώσουν το χρέος του ή να εγκαταλείψουν το ευρώ – η κρίση δεν θα είχε οδηγηθεί σε αυτό το σημείο. Όπως και στην περίπτωση του ακρωτηριασμού ενός μολυσμένου άκρου, θα είχε επιτραπεί στην Ευρωζώνη να αντιμετωπίσει καλύτερα την κρίση χρέους. Δυστυχώς, τα προβλήματα είναι πλέον πολύ μεγάλα σε σχέση με το μέγεθος των οικονομιών και των οικονομικών δυνατοτήτων των ισχυρών μελών της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτές οι δύο χώρες είναι πλέον οικονομικά ευάλωτες και αντιμετωπίζουν εξοντωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από την πορεία των γεγονότων κάτι που καθιστά οικονομικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δύσκολο να ασχοληθούν ενεργά με το πρόβλημα, καταλήγει ο Satyajit Das.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου